μοναρχισμός

μοναρχισμός
ο
1. το διοικητικό σύστημα της μοναρχίας.
2. το μοναρχικό πολίτευμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μοναρχισμός — ο 1. διακυβέρνηση από μονάρχη, μοναρχία 2. υποστήριξη τού μοναρχικού πολιτεύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοναρχίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1745 στον Θ. Μανδακάση] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”